ἀναβιβάσῃ

ἀναβιβάσῃ
ἀναβιβάζω
make to go up
aor subj mid 2nd sg
ἀναβιβάζω
make to go up
aor subj act 3rd sg
ἀναβιβάζω
make to go up
fut ind mid 2nd sg
ἀναβιβάζω
make to go up
aor subj mid 2nd sg
ἀναβιβάζω
make to go up
aor subj act 3rd sg
ἀναβιβάζω
make to go up
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αναβίβαση — η [αναβιβάζω] 1. ανέβασμα 2. (ως γραμμ. όρος) ο αναβιβασμός* …   Dictionary of Greek

  • ἀναβιβάσηι — ἀναβιβάσῃ , ἀναβιβάζω make to go up aor subj mid 2nd sg ἀναβιβάσῃ , ἀναβιβάζω make to go up aor subj act 3rd sg ἀναβιβάσῃ , ἀναβιβάζω make to go up fut ind mid 2nd sg ἀναβιβάσῃ , ἀναβιβάζω make to go up aor subj mid 2nd sg ἀναβιβάσῃ , ἀναβιβάζω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγκάθιαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει αγκάθια 2. αυτός που δεν τρυπήθηκε, δεν τσιμπήθηκε από αγκάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγκαθιαστός με αναβίβαση του τόνου, επειδή θεωρήθηκε το αρχικό α ως στερητ.] …   Dictionary of Greek

  • αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ …   Dictionary of Greek

  • ύψωση — η 1. αναβίβαση, ανέβασμα, ανέγερση: Ύψωση της σημαίας. 2. αύξηση τιμών, ανατίμηση, υπερτίμηση: Ανακοινώθηκε ύψωση στα πετρελαιοειδή. 3. μτφ., εξύμνηση, έπαινος, εγκωμίαση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”